- δήωσις
- δήωσις, εως, ἡ,A ravaging, Ph.2.548 (pl.), Polyaen.1.36.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δηώσεις — δήωσις ravaging fem nom/voc pl (attic epic) δήωσις ravaging fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήωση — η (AM δήωσις) [δηώ] ερήμωση, λεηλασία πόλης ή χώρας … Dictionary of Greek
δήωσιν — δήω find pres subj act 3rd pl δήωσις ravaging fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)